Ο όρος «IRD» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα σπάνιων οφθαλμικών προβλημάτων που περνούν μέσω των γονιδίων από τους γονείς στα παιδιά, όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, το σύνδρομο Usher, η συγγενής αμαύρωση Leber (LCA), ή η νόσος Stargardt.
Τι είναι οι κληρονομικές δυστροφίες του αμφιβληστροειδούς (Inherited Retinal Diseases, IRDs);
Ο όρος «IRD» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα σπάνιων οφθαλμικών προβλημάτων που περνούν μέσω των γονιδίων από τους γονείς στα παιδιά, όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, το σύνδρομο Usher, η συγγενής αμαύρωση Leber (LCA), ή η νόσος Stargardt. Ορισμένες φορές, οι ΙRD αποκαλούνται και κληρονομικές παθήσεις του αμφιβληστροειδούς ή κληρονομικές εκφυλίσεις του αμφιβληστροειδούς.1
Οι άνθρωποι με IRD έχουν μια μετάλλαξη σε ένα από τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία των φωτοευαίσθητων κυττάρων (φωτοϋποδοχείς) στον αμφιβληστροειδή στο πίσω μέρος του οφθαλμού. Στις IRD, αυτά τα κύτταρα αρχίζουν σταδιακά να μη λειτουργούν, λειτουργούν λιγότερο αποτελεσματικά ή νεκρώνουν, οδηγώντας σε βαθμιαία απώλεια όρασης και τύφλωση.1 Παρόλο που σπανίζουν, έχει εκτιμηθεί ότι οι IRD πλήττουν περισσότερους από 2 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως (περίπου 1 ανά 2.000).2 Όλες οι IRD είναι κληρονομικές, οι διαφορετικοί τύποι IRD έχουν διαφορετικές μεθόδους κληρονομικότητας, ανάλογα με τον τύπο της μετάλλαξης και το γονίδιο που επηρεάζεται.
Τι είναι οι κληρονομικές δυστροφίες του αμφιβληστροειδούς (Inherited Retinal Diseases, IRDs);
Το πόσο γρήγορα είναι πιθανό να εξελιχθεί μια IRD και ποια συμπτώματα θα εμφανίσετε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφή της πάθησής σας και τη συγκεκριμένη μετάλλαξη. Ακόμη και η ίδια IRD μπορεί να έχει διαφορετική εξέλιξη σε διαφορετικούς ανθρώπους. Πολλές παθήσεις ξεκινούν με δυσκολία όρασης σε χαμηλά επίπεδα φωτισμού, προτού οδηγήσουν σε περαιτέρω προβλήματα όρασης. Η απώλεια όρασης μπορεί να είναι αργή και βαθμιαία ή μπορεί να συμβεί πιο αιφνίδια.
Δεδομένου ότι οι IRD μπορούν να έχουν διαφορετική εξέλιξη, είναι σημαντικό να λάβετε όσο το δυνατόν ακριβέστερη διάγνωση.
Σημεία και συμπτώματα
Υπάρχει ένα φάσμα διαφορετικών σημείων και συμπτωμάτων που ίσως εμφανίσετε, Ακολουθούν τα σημεία των προβλημάτων όρασης που μπορεί να παροτρύνουν έναν γιατρό να κάνει περισσότερες εξετάσεις. Σε βρέφη και μικρά παιδιά:
- Νυσταγμός (ανεξέλεγκτες κινήσεις των οφθαλμών)3
- Φωτοφοβία (ευαισθησία στο φως)3,4
- Σκάλισμα ή τρίψιμο των ματιών3
- Προβλήματα ακοής και ισορροπίας (κυρίως συσχετιζόμενα με το σύνδρομο Usher)5 Σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους:
- Δυσκολία να διαβάσουν και να διακρίνουν πράγματα από απόσταση
- Απώλεια οπτικής οξύτητας4
- Νυχτερινή τύφλωση (νυκταλωπία) ή προβλήματα όρασης σε αμυδρό ή χαμηλό φωτισμό3,4
- Αργή αντίδραση των οφθαλμών κατά τη μετάβαση από έντονο σε αμυδρό φωτισμό
Με ποιον τρόπο γίνεται η διάγνωση μιας IRD;
Υπάρχουν δύο τύποι διάγνωσης μιας IRD: η κλινική διάγνωση και η γενετική διάγνωση.6
Βασίζεται σε παρατηρήσεις των σημείων και συμπτωμάτων που εμφανίζετε, καθώς και σε εξετάσεις στο ιατρείο του γιατρού. Στόχος της είναι να ληφθεί μια πρώτη διάγνωση μιας IRD.
Στη γενετική διάγνωση χρησιμοποιείται γενετικός έλεγχος για να μάθετε ποια γενετική μετάλλαξη προκαλεί την IRD από την οποία πάσχετε. Χρησιμοποιείται προκειμένου να επαληθευτεί και να επιβεβαιωθεί η κλινική διάγνωση και να διαπιστωθεί ακριβώς ποιο είναι το πρόβλημα.7,8
Γενετικός έλεγχος
Ο γενετικός έλεγχος είναι η εξέταση του DNA σας, συνήθως από ένα δείγμα αίματος, και η αλληλούχιση των γονιδίων σας, προκειμένου να εντοπιστούν οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις που σχετίζονται με την IRD από την οποία πάσχετε.11 Πραγματοποιείται για να λάβετε μια γενετική διάγνωση της πάθησής σας.10
Μια γενετική διάγνωση μπορεί να αναγνωρίσει εάν ενδέχεται να πληροίτε τα κριτήρια για οποιαδήποτε κλινική δοκιμή ή εγκεκριμένη θεραπεία και μπορεί να βοηθήσει στην παροχή πληροφοριών που θα καθοδηγήσουν την περαιτέρω έρευνα για τη θεραπεία των IRD.11
Πέραν αυτού, η γενετική διάγνωση μπορεί να σας καθησυχάσει σχετικά με την πάθησή σας, την πιθανότητα να την περάσετε στα παιδιά σας και τον τρόπο διαχείρισης της πάθησής σας.9
Λήψη παραπομπής για γενετικό έλεγχο
Ο οφθαλμίατρος ή ο γιατρός σας θα θέλει συνήθως να αναγνωρίσει την IRD από την οποία πάσχετε μέσω κλινικής διάγνωσης προτού προχωρήσει σε γενετικό έλεγχο. Μπορεί επίσης να σας ζητήσει να απευθυνθείτε σε έναν γενετικό σύμβουλο προτού σας παραπέμψει για έλεγχο, έτσι ώστε να μπορείτε να λάβετε βοήθεια και υποστήριξη προκειμένου να κατανοήσετε τα αποτελέσματα.9
Αρχικά η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, χαρακτηρίζεται από νυκταλωπία (δηλαδή, δυσκολία στην όραση όταν βραδιάζει ή όταν είμαστε σε περιβάλλον με χαμηλό φωτισμό) ήδη από την νεαρή ηλικία. Η δυσκολία είναι πιο έντονη όταν από άπλετο φως μπούμε σε σκοτεινό χώρο (π.χ. κινηματογράφο, θέατρο, μπαρ κλπ).
Αυτό συμβαίνει γιατί στις περισσότερες μορφές της μελαγχρωστικής αμφιβληστροειδοπάθειας καταστρέφονται πρώτα οι φωτοϋποδοχεiς που είναι υπεύθυνοι για την όραση στο σκοτάδι και στο ημίφως, δηλαδή τα ραβδία. Επειδή τα ραβδία βρίσκονται κυρίως στη περιφέρεια του αμφιβληστροειδή, παραβλάπτεται αρχικά η περιφερική όραση με αποτέλεσμα την στένωση των οπτικών πεδίων. Οι ασθενείς περιγράφουν αυτή την όραση σαν να βλέπουν μέσα από σωλήνα.
Αργότερα μπορεί να προσβληθούν και τα κωνία, που είναι οι άλλοι φωτοϋποδοχείς και βρίσκονται στη κεντρική περιοχή του αμφιβληστροειδούς , την περιοχή της ωχράς κηλίδας. Τα κωνία είναι υπεύθυνα για την κεντρική ευκρινή όραση.
Σε πολλές μορφές της νόσου διατηρούνται περιφερικές νησίδες όρασης. Οι πιο πολλοί ασθενείς διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα καλή κεντρική όραση. Πάντα όμως υπάρχει ο κίνδυνος της τελικής καταστροφής των κωνίων, με αποτέλεσμα μεγάλη μείωση της οπτικής οξύτητας.
Σε άλλες μορφές της νόσου πρώτα καταστρέφεται η κεντρική όραση (δυστροφία κωνίων). Χαρακτηριστικά, η κατάσταση δεν διορθώνεται με γυαλιά ή φακούς επαφής.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί θεραπεία για την μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια. Εντούτοις, σήμερα, βρίσκονται σε εξέλιξη επιστημονικές έρευνες για την αποκάλυψη της αιτίας, την εξέλιξη και την θεραπεία της.
Πιθανώς η βιταμίνη Α καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου σε ορισμένα άτομα. Βέβαια κάθε λήψη φαρμάκου, ακόμη και βιταμινών, πρέπει να τυγχάνει της έγκρισης του θεράποντος ιατρού, για τον κίνδυνο παρενεργειών.
Σε εξειδικευμένα ιατρικά κέντρα, βρίσκεται σε εξέλιξη μελέτη προσδιορισμού των υπεύθυνων γονιδίων και της ανάπτυξης ενός τεστ αίματος και άλλων κυττάρων για την αποκάλυψη της πιθανότητας ανάπτυξης της νόσου σε περιπτώσεις τεκνοποιίας πασχόντων γονέων.
Η νόσος του Stargardt αποτελεί τη νεανική μορφή εκφύλισης της ωχράς κηλίδας και είναι μία από τις πλέον διαδεδομένες ασθένειες ανάμεσα στους νέους.
Είναι κληρονομική, εμφανίζεται μετά το έκτο έτος της ηλικίας και προοδευτικά οδηγεί σε τύφλωση.
Η νόσος μπορεί να περάσει στα παιδιά όταν οι δύο γονείς φέρουν μεταλλάξεις του γονιδίου που προκαλεί την ασθένεια.
Συγκεκριμένα, οι γονείς μπορούν να είναι φορείς υπολειπόμενων γενετικών γνωρισμάτων υπεύθυνων για Stargardt ακόμη και αν οι ίδιοι δεν νοσούν.
Συμπτώματα
Κατά τα πρώτα στάδια, ο ασθενής ενδέχεται να έχει καλή οπτική οξύτητα αλλά να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο διάβασμα και στο γράψιμο, σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, καθώς και δυσκολία προσαρμογής από έναν φωτεινό χώρο σε έναν σκοτεινότερο.
Προοδευτικά, η κεντρική όραση συνεχώς μειώνεται.
Θεραπεία
Δυστυχώς, δεν έχει βρεθεί ακόμη κάποια αποτελεσματική θεραπεία και έτσι κατάλληλα βοηθήματα χαμηλής όρασης αλλά και εργασία σε συνθήκες καλού φωτισμού είναι τα μόνα στοιχεία που βοηθούν τους πάσχοντες από τη νόσο στην καθημερινότητα τους.
Το τελευταίο διάστημα, όμως, μια αμερικανική εταιρία βιοτεχνολογίας ξεκίνησε την πρώτη κλινική δοκιμή με ανθρώπινα βλαστοκύτταρα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Λονδίνο. αποτελέσματα των δοκιμών σε δύο Αμερικανούς ασθενείς είναι πολύ ικανοποιητικά.
H συγγενής αμαύρωση του Leber είναι μια κληρονομική διαταραχή που προσβάλλει κυρίως τον αμφιβληστροειδή χιτώνα των οφθαλμών. Οι ασθενείς παρουσιάζουν σοβαρές διαταραχές της όρασης, οι οποίες εμφανίζονται στην παιδική ηλικία και επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου. Συγκεκριμένα, αποτελεί μία από τις πιο συχνές αιτίες παιδικής τύφλωσης. Η συγγενής αμαύρωση του Leber προκαλεί επίσης φωτοφοβία, νυσταγμό και υπερμετρωπία, ενώ σπανιότερα συνοδεύεται από αναπτυξιακή καθυστέρηση και νοητική υστέρηση.
Η συγγενής αμαύρωση του Leber μπορεί να προκύψει από μεταλλάξεις σε τουλάχιστον 22 γονίδια, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και λειτουργία του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Συγκεκριμένα επηρεάζουν τη λειτουργία των φωτουποδοχέων, εμπλέκονται στη μετατροπή του φωτεινού ερεθίσματος σε ηλεκτρικό σήμα που μεταδίδεται στον εγκέφαλο, καθώς και στη λειτουργία των κροσσών. Οι μεταλλάξεις των γονιδίων CEP290, CRB1, GUCY2D και RPE65 είναι οι πιο κοινές αιτίες της διαταραχής. Παρουσιάζει συνήθως αυτοσωματική υπολειπόμενη κληρονομικότητα, που σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η παρουσία δύο μεταλλάξεων για την εκδήλωση της νόσου. Όταν η συγγενής αμαύρωση προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο CRX, η διαταραχή κληρονομείται με αυτοσωματικό επικρατή τρόπο.
Η Οπτική Νευροπάθεια του Leber (LHON) είναι μία σπάνια κληρονομική πάθηση του οπτικού νεύρου. Γενετικές μεταλλάξεις που εντοπίζονται στα μιτοχόνδρια ευθύνονται για την ελάττωση της παραγωγής ενέργειας που χρειάζεται το οπτικό νεύρο για να λειτουργήσει με αποτέλεσμα αυτό να δυσλειτουργεί και στο τέλος να ατροφεί.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία ο επιπολασμός της LHON στο γενικό πληθυσμό εκτιμάται σε 2,23 ανά 100.000 πληθυσμού. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι γίνεται υπο-διάγνωση της νόσου καθώς μερικά συμπτώματα της LHON μπορεί να είναι κοινά με άλλες πιο συχνές οπτικές νευροπάθειες, με αποτέλεσμα η τελική διάγνωση της LHON να καθυστερεί. Η πάθηση εκδηλώνεται με αιφνίδια, ανώδυνη, οξεία ή υποξεία απώλεια της κεντρικής όρασης που παρατηρείται συχνά μεταξύ των ηλικιών 15 έως 30. Επηρεάζει και τους δύο οφθαλμούς ταυτόχρονα ή διαδοχικά με την απώλεια της όρασης στο δεύτερο οφθαλμό να συμβαίνει εβδομάδες έως και μήνες μετά τον πρώτο. Η απώλεια της όρασης είναι γενικά υποξεία (σε μία περίοδο αρκετών εβδομάδων) και στη συνέχεια σταθεροποιείται. Ωστόσο, σε πολλούς ασθενείς το μέγεθος του κεντρικού σκοτώματος συνεχίζει να επεκτείνεται και, σε βάθος χρόνου, προκαλεί ένα υψηλότερο επίπεδο τύφλωσης.
Η LHON έχει σημαντική επίδραση στη ζωή των ασθενών, καθώς ο ασθενής δε μπορεί να αντιληφθεί τα χρώματα, να διαβάσει, να οδηγήσει ή να αναγνωρίσει πρόσωπα. Περίπου το 80% των ασθενών θα γίνουν «νομικά τυφλοί» μέσα σε 1 χρόνο από την έναρξη της νόσου.
Το νόσημα κληρονομείται από τις μητέρες και η πλειοψηφία των ασθενών είναι άνδρες οι οποίοι συνήθως εκδηλώνουν το νόσημα σε ηλικία μεταξύ 15-25 ετών. Μπορεί να εκδηλωθεί όμως και σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ηλικίες όπως και σε γυναίκες.
Δεν είναι γνωστό γιατί οι φορείς των μεταλλάξεων αυτών κάποια στιγμή, στην εφηβεία τους συνήθως, μπορεί να νοσήσουν ή γιατί σε κάποιους μπορεί αυτόματα η όραση να βελτιωθεί.
Οι φορείς και οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν παράγοντες υψηλού κινδύνου όπως το κάπνισμα και το αλκοόλ. Από τη στιγμή που αρχίσουν τα συμπτώματα στην όραση θα πρέπει να απευθυνθούν άμεσα στο γιατρό τους για την κατάλληλη διαχείριση της κατάστασής τους και πιθανή θεραπεία.