Τι είναι οι κληρονομικές δυστροφίες του αμφιβληστροειδούς(Inherited Retinal Diseases, IRDs)
Ο όρος «IRD» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα σπάνιων οφθαλμικών προβλημάτων που περνούν μέσω των γονιδίων από τους γονείς στα παιδιά, όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, το σύνδρομο Usher, η συγγενής αμαύρωση Leber (LCA), ή η νόσος Stargardt.
Oρισμένες φορές, οι ΙRD αποκαλούνται και κληρονομικές παθήσεις του αμφιβληστροειδούς ή κληρονομικές εκφυλίσεις του αμφιβληστροειδούς.
Οι άνθρωποι με IRD έχουν μια μετάλλαξη σε ένα από τα γονίδια που είναι
υπεύθυνα για τη λειτουργία των φωτοευαίσθητων κυττάρων (φωτοϋποΔΕΛΗ ΓΚΕΛΗ, MD / ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟΣ / ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΡΑΒΙΣΜΟΥ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
- ΠΑΙΔΩΝ ΠΑΙΔΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΑΣ
Κληρονομικές
Αμφιβληστροειδοπάθειες
Ο όρος «IRD» χρησιμοποιείται για να περιγράψει
μια ομάδα σπάνιων οφθαλμικών προβλημάτων
που περνούν μέσω των γονιδίων από τους γονείς στα παιδιά,
όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια,
το σύνδρομο Usher, η συγγενής αμαύρωση Leber (LCA),
ή η νόσος Stargardt.
Τι είναι οι κληρονομικές δυστροφίες του αμφιβληστροειδούς
(Inherited Retinal Diseases, IRDs)
δοχείς) στον αμφιβληστροειδή στο πίσω
μέρος του οφθαλμού. Στις IRD, αυτά τα
κύτταρα αρχίζουν σταδιακά να μη λειτουργούν, λειτουργούν λιγότερο αποτελεσματικά ή νεκρώνουν, οδηγώντας σε
βαθμιαία απώλεια όρασης και τύφλωση.
Όλες οι IRD είναι κληρονομικές, οι διαφορετικοί τύποι IRD έχουν διαφορετικές
μεθόδους κληρονομικότητας, ανάλογα
με τον τύπο της μετάλλαξης και το γονίδιο που επηρεάζεται.
Εξέλιξη της νόσου
Το πόσο γρήγορα είναι πιθανό να εξελιχθεί μια IRD και ποια συμπτώματα θα εμφανίσουν οι πάσχοντες, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφή της πάθησής τους και τη συγκεκριμένη μετάλλαξη. Ακόμη και η ίδια IRD μπορεί να έχει διαφορετική εξέλιξη σε διαφορετικούς ανθρώπους. Πολλές παθήσεις ξεκινούν με δυσκολία όρασης σε χαμηλά επίπεδα φωτισμού, προτού οδηγήσουν σε περαιτέρω προβλήματα όρασης. Η απώλεια όρασης μπορεί να είναι αργή και βαθμιαία ή μπορεί να συμβεί πιο αιφνίδια. Δεδομένου ότι οι IRD μπορούν να έχουν διαφορετική εξέλιξη, είναι σημαντικό να ληφθεί όσο το δυνατόν ακριβέστερη διάγνωση.
Σημεία και συμπτώματα
Υπάρχει ένα φάσμα διαφορετικών σημείων και συμπτωμάτων που ίσως εμφανίσουν. Ακολουθούν τα σημεία των προβλημάτων όρασης που μπορεί να παροτρύνουν έναν γιατρό να κάνει περισσότερες εξετάσεις.
Σε βρέφη και μικρά παιδιά
Σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους:
Με ποιον τρόπο γίνεται η διάγνωση μιας IRD
Υπάρχουν δύο τύποι διάγνωσης μιας IRD: η κλινική διάγνωση και η γενετική διάγνωση.
Κλινική διάγνωση
Βασίζεται σε παρατηρήσεις των σημείων και συμπτωμάτων που εμφανίζονται, καθώς και σε εξετάσεις στο ιατρείο του γιατρού. Στόχος είναι να ληφθεί μια πρώτη διάγνωση μιας IRD.
Γενετική διάγνωση
Στη γενετική διάγνωση χρησιμοποιείται γενετικός έλεγχος για να μάθουν ποια γενετική μετάλλαξη προκαλεί την IRD από την οποία πάσχουν οι ασθενείς. Χρησιμοποιείται προκειμένου να επαληθευτεί και να επιβεβαιωθεί η κλινική διάγνωση και να διαπιστωθεί ακριβώς ποιο είναι το πρόβλημα.
Γενετικός έλεγχος
Ο γενετικός έλεγχος είναι η εξέταση του DNA, συνήθως από ένα δείγμα αίματος, και η αλληλούχιση των γονιδίων προκειμένου να εντοπιστούν οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις που σχετίζονται με την IRD από την οποία πάσχουν. Πραγματοποιείται για να λάβουν μια γενετική διάγνωση της πάθησής τους. Μια γενετική διάγνωση μπορεί να αναγνωρίσει εάν ενδέχεται να πληροί τα κριτήρια για οποιαδήποτε κλινική δοκιμή ή εγκεκριμένη θεραπεία και μπορεί να βοηθήσει στην παροχή πληροφοριών που θα καθοδηγήσουν την περαιτέρω έρευνα για τη θεραπεία των IRD. Πέραν αυτού, η γενετική διάγνωση μπορεί να καθησυχάσει τους ασθενείς σχετικά με την πάθησή τους, την πιθανότητα να την περάσουν στα παιδιά τους και τον τρόπο διαχείρισης της πάθησης.
Λήψη παραπομπής για γενετικό έλεγχο
Ο οφθαλμίατρός σας θα θέλει συνήθως να αναγνωρίσει την IRD από την οποία πάσχετε μέσω κλινικής διάγνωσης προτού προχωρήσει σε γενετικό έλεγχο. Μπορεί επίσης να σας ζητήσει να απευθυνθείτε σε έναν γενετικό σύμβουλο προτού σας παραπέμψει για έλεγχο, έτσι ώστε να μπορείτε να λάβετε βοήθεια και υποστήριξη προκειμένου να κατανοήσετε τα αποτελέσματα.
Μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια
Αρχικά η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, χαρακτηρίζεται από νυκταλωπία (δηλαδή, δυσκολία στην όραση όταν βραδιάζει ή όταν είμαστε σε περιβάλλον με χαμηλό φωτισμό) ήδη από τη νεαρή ηλικία. Η δυσκολία είναι πιο έντονη, όταν από άπλετο φως μπούμε σε σκοτεινό χώρο (π.χ. κινηματογράφο, θέατρο, μπαρ κλπ).

Αυτό συμβαίνει γιατί στις περισσότερες μορφές της μελαγχρωστικής αμφιβληστροειδοπάθειας καταστρέφονται πρώτα οι φωτοϋποδοχεiς που είναι υπεύθυνοι για την όραση στο σκοτάδι και στο ημίφως, δηλαδή τα ραβδία. Επειδή τα ραβδία βρίσκονται κυρίως στην περιφέρεια του αμφιβληστροειδούς, παραβλάπτεται αρχικά η περιφερική όραση με αποτέλεσμα τη στένωση των οπτικών πεδίων. Οι ασθενείς περιγράφουν αυτή την όραση σαν να βλέπουν μέσα από σωλήνα. Αργότερα μπορεί να προσβληθούν και τα κωνία, που είναι οι άλλοι φωτοϋποδοχείς και βρίσκονται στην κεντρική περιοχή του αμφιβληστροειδούς, την περιοχή της ωχράς κηλίδας. Τα κωνία είναι υπεύθυνα για την κεντρική ευκρινή όραση. Σε πολλές μορφές της νόσου διατηρούνται περιφερικές νησίδες όρασης. Οι πιο πολλοί ασθενείς διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα καλή κεντρική όραση. Πάντα όμως υπάρχει ο κίνδυνος της τελικής καταστροφής των κωνίων, με αποτέλεσμα μεγάλη μείωση της οπτικής οξύτητας. Σε άλλες μορφές της νόσου πρώτα καταστρέφεται η κεντρική όραση (δυστροφία 57 κωνίων). Χαρακτηριστικά, η κατάσταση δεν διορθώνεται με γυαλιά ή φακούς επαφής
Θεραπεία
Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί θεραπεία για την μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια. Εντούτοις, σήμερα, βρίσκονται σε εξέλιξη επιστημονικές έρευνες για την αποκάλυψη της αιτίας, την εξέλιξη και τη θεραπεία της. Πιθανώς η βιταμίνη Α καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου σε ορισμένα άτομα. Βέβαια κάθε λήψη φαρμάκου, ακόμη και βιταμινών, πρέπει να τυγχάνει της έγκρισης του θεράποντος ιατρού, για τον κίνδυνο παρενεργειών. Σε εξειδικευμένα ιατρικά κέντρα, βρίσκεται σε εξέλιξη μελέτη προσδιορισμού των υπεύθυνων γονιδίων και της ανάπτυξης ενός τεστ αίματος και άλλων κυττάρων για την αποκάλυψη της πιθανότητας ανάπτυξης της νόσου σε περιπτώσεις τεκνοποιίας πασχόντων γονέων.
Νόσος Stargardt
Η νόσος του Stargardt αποτελεί τη νεανική μορφή εκφύλισης της ωχράς κηλίδας και είναι μία από τις πλέον διαδεδομένες ασθένειες ανάμεσα στους νέους. Είναι κληρονομική, εμφανίζεται μετά το έκτο έτος της ηλικίας και προοδευτικά οδηγεί σε τύφλωση. Η νόσος μπορεί να περάσει στα παιδιά όταν οι δύο γονείς φέρουν μεταλλάξεις

του γονιδίου που προκαλεί την ασθένεια. Συγκεκριμένα, οι γονείς μπορούν να είναι φορείς υπολειπόμενων γενετικών γνωρισμάτων υπεύθυνων για Stargardt ακόμη και αν οι ίδιοι δεν νοσούν.
Συμπτώματα
Κατά τα πρώτα στάδια, ο ασθενής ενδέχεται να έχει καλή οπτική οξύτητα αλλά να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο διάβασμα και στο γράψιμο, σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, καθώς και δυσκολία προσαρμογής από έναν φωτεινό χώρο σε έναν σκοτεινότερο. Προοδευτικά, η κεντρική όραση συνεχώς μειώνεται.
Θεραπεία
Δυστυχώς, δεν έχει βρεθεί ακόμη κάποια αποτελεσματική θεραπεία κι έτσι κατάλληλα βοηθήματα χαμηλής όρασης αλλά και εργασία σε συνθήκες καλού φωτισμού, είναι τα μόνα στοιχεία που βοηθούν τους πάσχοντες από τη νόσο στην καθημερινότητά τους. Το τελευταίο διάστημα, όμως, μια αμερικανική εταιρία βιοτεχνολογίας ξεκίνησε την πρώτη κλινική δοκιμή με ανθρώπινα βλαστοκύτταρα στην Ευρώπη.
Συγγενής αμαύρωση Leber
H συγγενής αμαύρωση του Leber είναι μια κληρονομική διαταραχή που προσβάλλει κυρίως τον αμφιβληστροειδή χιτώνα των οφθαλμών. Οι ασθενείς παρουσιάζουν σοβαρές διαταραχές της όρασης, οι οποίες εμφανίζονται στην παιδική ηλικία και επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου. Συγκεκριμένα, αποτελεί μία από τις πιο συχνές αιτίες παιδικής τύφλωσης. Η συγγενής αμαύρωση του Leber προκαλεί επίσης φωτοφοβία, νυσταγμό και υπερμετρωπία, ενώ σπα νιότερα συνοδεύεται από αναπτυξιακή καθυστέρηση και νοητική υστέρηση.

Η συγγενής αμαύρωση του Leber μπορεί να προκύψει από μεταλλάξεις σε τουλάχιστον 22 γονίδια, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και λειτουργία του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Συγκεκριμένα επηρεάζουν τη λειτουργία των φωτοϋποδοχέων, εμπλέκονται στη μετατροπή του φωτεινού ερεθίσματος σε ηλεκτρικό σήμα που μεταδίδεται στον εγκέφαλο, καθώς και στη λειτουργία των κροσσών. Οι μεταλλάξεις των γονιδίων CEP290, CRB1, GUCY2D και RPE65 είναι οι πιο κοινές αιτίες της διαταραχής. Παρουσιάζει συνήθως αυτοσωματική υπολειπόμενη κληρονομικότητα, που σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η παρουσία δύο μεταλλάξεων για την εκδήλωση της νόσου. Όταν η συγγενής αμαύρωση προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο CRX, η διαταραχή κληρονομείται με αυτοσωματικό επικρατή τρόπο.
Κληρονομική νευροπάθεια Leber
Η Οπτική Νευροπάθεια του Leber (LHON) είναι μία σπάνια κληρονομική πάθηση του οπτικού νεύρου. Γενετικές μεταλλάξεις που εντοπίζονται στα μιτοχόνδρια ευθύνονται για την ελάττωση της παραγωγής ενέργειας που χρειάζεται το οπτικό νεύρο για να λειτουργήσει, με αποτέλεσμα αυτό να δυσλειτουργεί και στο τέλος να ατροφεί. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ο επιπολασμός της LHON στον γενικό πληθυσμό εκτιμάται σε 2,23 ανά 100.000 πληθυσμού. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι γίνεται υπο-διάγνωση της νόσου καθώς μερικά συμπτώματα της LHON μπορεί να είναι κοινά με άλλες πιο συχνές οπτικές νευροπάθειες, με αποτέλεσμα η τελική διάγνωση της LHON να καθυστερεί. Η πάθηση εκδηλώνεται με αιφνίδια, ανώδυνη, οξεία ή υποξεία απώλεια της κεντρικής όρασης που παρατηρείται συχνά μεταξύ των ηλικιών 15 έως 30. Επηρεάζει και τους δύο οφθαλμούς ταυτόχρονα ή διαδοχικά, με την απώλεια της όρασης στο δεύτερο οφθαλμό να συμβαίνει εβδομάδες έως και μήνες μετά τον πρώτο. Η απώλεια της όρασης είναι γενικά υποξεία (σε μία περίοδο αρκετών εβδομάδων) και στη συνέχεια σταθεροποιείται. Ωστόσο, σε πολλούς ασθενείς το μέγεθος του κεντρικού σκοτώματος συνεχίζει να επεκτείνεται και, σε βάθος χρόνου, προκαλεί ένα υψηλότερο επίπεδο τύφλωσης. Η LHON έχει σημαντική επίδραση στη ζωή των ασθενών, καθώς ο ασθενής δε μπορεί να αντιληφθεί τα χρώματα, να διαβάσει, να οδηγήσει ή να αναγνωρίσει πρόσωπα. Περίπου το 80% των ασθενών θα γίνουν «νομικά τυφλοί» μέσα σε 1 χρόνο από την έναρξη της νόσου. Το νόσημα κληρονομείται από τις μητέρες και η πλειοψηφία των ασθενών είναι άνδρες οι οποίοι συνήθως εκδηλώνουν το νόσημα σε ηλικία μεταξύ 15-25 ετών. Μπορεί να εκδηλωθεί όμως και σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ηλικίες όπως και σε γυναίκες. Δεν είναι γνωστό γιατί οι φορείς των μεταλλάξεων αυτών κάποια στιγμή, στην εφηβεία τους συνήθως, μπορεί να νοσήσουν ή γιατί σε κάποιους μπορεί αυτόματα η όραση να βελτιωθεί. Οι φορείς και οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν παράγοντες υψηλού κινδύνου όπως το κάπνισμα και το αλκοόλ. Από τη στιγμή που αρχίσουν τα συμπτώματα στην όραση, θα πρέπει να απευθυνθούν άμεσα στον γιατρό τους για την κατάλληλη διαχείριση της κατάστασής τους και πιθανή θεραπεία. Παρόλο που σπανίζουν, έχει εκτιμηθεί ότι οι IRD πλήττουν περισσότερους από 2 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως (περίπου 1 ανά 2.000).